- σκαφοκεφαλία
- η, Νιατρ. κρανιακή παραμόρφωση κατά την οποία το κρανίο γίνεται στενόμακρο, λόγω πρόωρης οστέωσης τής οβελιαίας ραφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scaphocephaly < scapho- (< scaphoid < σκαφοειδής) + -cephaly (< κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.